- νεφελίζω
- νεφελίζω (Α) [νεφέλη]περιβάλλω ή καλύπτω με νεφέλες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεφελίζεσθαι — νεφελίζω wrap in clouds pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφελίζονται — νεφελίζω wrap in clouds pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… … Dictionary of Greek